ακυβερνησία

ακυβερνησία
η (Μ ἀκυβερνησία) [ἀκυβέρνητος]
νεοελλ.
1. ανυπαρξία ή αστάθεια κυβερνήσεως
2. κακή διακυβέρνηση
μσν.
έλλειψη κυβερνήτη, οδηγού ή αρχηγού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακυβερνησία — η έλλειψη κυβέρνησης, κακοδιοίκηση: Ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια επικρατούσε σχεδόν ακυβερνησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακυβέρνητος — η, ο (Α ἀκυβέρνητος, ov) 1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο 2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση 2. αυτός που δεν μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • αναρχία — η 1. έλλειψη νόμιμης εξουσίας, ακυβερνησία: Ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, για ένα μικρό διάστημα, επικράτησε αναρχία. 2. ακαταστασία, αταξία: Στο σπίτι επικρατούσε αναρχία· ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. 3. αναρχισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”